βασανίτης

βασανίτης
Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη oρθοκλάστου και πλαγιοκλάστου (λευκίτη) και μικρής ποσότητας ολιβίνη. Βρίσκεται άφθονο σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως στην κεντρική Ιταλία και ιδιαίτερα στη λάβα του Βεζούβιου.
* * *
ο (Α βασανίτης)
νεοελλ.
ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα
αρχ.
η λυδία λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσανος. Το λατ. basanites αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. βασανίτης εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγ. basanite (οπότε το νεώτερο βασανίτης «ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Basanit (Gestein) — Eine vulkanische Bombe aus Basanit (schwarz) mit Dunit Einschlüssen (grün) Basanit (lateinisch Basanite, neugriechisch βασανίτης) ist ein vulkanisches Gestein und gehört zur Liste der A …   Deutsch Wikipedia

  • Basalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäul …   Deutsch Wikipedia

  • Basaltgestein — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Basaltstein — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Blaubasalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Hartbasalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • MORB — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • τραχυβασάλτης — ο, Ν (πετρογρ.) ηφαιστειογενές πέτρωμα με πορφυριτικό και μερικές φορές κοκκώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Trachybasalt < trachy (< τραχύς) + basalt «βασάλτης» (τ. σχηματισμένος από τον ελλ. τ. βασανίτης)] …   Dictionary of Greek

  • υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”